- εὐδιάπνοος
- εὐδιά-πνοος, ον, [var] contr. [suff] εὐδιά-πνους, ουν,A easily transpiring,
τὸ ὑγρόν Arist.PA671a32
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ ὑγρόν Arist.PA671a32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιάπνους — εὐδιάπνους, ουν και εὐδιάπνοος, οον (Α) αυτός που εξατμίζεται εύκολα («εὐδιάπνουν γίνεται τὸ ὑγρόν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάπνους (< διαπνέω)] … Dictionary of Greek